- διπλογράφος
- ο, η1. αυτός που γνωρίζει διπλογραφία, λογιστής που τηρεί βιβλία σύμφωνα με το διπλογραφικό σύστημα2. εργαλείο που γράφει ταυτόχρονα σε δύο φύλλα χαρτιού3. (ειδ.) πιεστήριο με το οποίο εκτυπώνονται ταυτόχρονα πάνω στο ίδιο φύλλο χαρτιού τα ανάγλυφα σημεία για τους τυφλούς και από κάτω οι συνηθισμένοι χαρακτήρες γι' αυτούς που βλέπουν.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου].
Dictionary of Greek. 2013.